Από το Olympia.gr
Στα μέσα του 70, μετά την επαναδημοκράτιση, είδα τον Σπύρο να σουλατσάρει από καφενείο σε καφενείο με δυο τρεις εφημερίδες στη μασχάλη. Όλες στο πρωτοσέλιδο είχαν τη φωτογραφία του ‘εθνάρχη’ με τα ατάσταλα φρύδια. Κοτλέ καμπάνα παντελόνι, πουκαμισάκι ξεκούμπωτο με την τρίχα βιτρίνα και τον παχύ σταυρό απ’ τα βαπτίσια του. Έλεγε ιστορίες στους θαμώνες για την εξορία που τον έστειλε η χούντα. ‘Αυτοεξορισμένος’ κι αυτός στη Σουηδία. Δεν ήταν κι άσχημα τελικά. Έλεγε και ξανάλεγε την ιστορία για τα κορόιδα τους σουηδούς που του αγοράσανε αμάξι επειδή είχε κάνε δήλωση πως το δικό του κάηκε. Κρατική ασφάλεια, κοινωνικό κράτος εκεί. Ένα πλαστό χαρτί απώλειας και να σου ο λαζός με το καινούριο volvo.
Mε το volvo ήρθε στην Ελλάδα το 76 και με την ιδιότητα του αντιστασιακού, αυτοεξόριστου, κατατρεγμένου αντιφρονούντα, κι αμέσως έπιασε δουλειά. Ένας κολλητός του δούλευε στη νομαρχία… τμήμα πολεοδομίας. Κάτι μαγειρέψανε με ένα οικόπεδο, κάτι άδειες πλαστογραφήσανε και με μια αντιπαροχή βρέθηκε με δυο τρια διαμερίσματα στην κατοχή του. Νοίκιασε τα τρία σε φοιτητές της σχολής που άνοιξε στην πόλη και κάαααθονταν. Τώρα είχε χρόνο να σώσει τους συμπολίτες του από την κατάρα της αντιπαροχής που τσιμέντωσε τα πάντα.Στις αρχές του 80 το σχέδιο των κυβερνώντων πήγαινε καλά. Μαζέψανε όλο τον πληθυσμό στις πόλεις, τον ένα πάνω στον άλλο. Φθηνά εργατικά χέρια. Το Σπύρο τον συνάντησα τότε πάλι στην Αθήνα. Δεν κρατούσε πια ‘δεξιές’ εφημερίδες αλλά κάτι αφίσες με τον πράσινο ήλιο. Μόλις είχε κερδίσει τις εκλογές ο μεσιέ με το ζιβάγκο και η χώρα έμπαινε στη νέα εποχή. Ο Σπύρος ήταν πια πρόεδρος πολιτιστικού συλλόγου στα Πατήσια, αλλά και παράγοντας σε ποδοσφαιρική ομάδα. Έδωσε το volvo και πήρε μια 318, Μπεμβέ με καθίσματα από δερματίνη, χαμηλωμένη. Τα λεφτά έρχονταν μόνα τους από τότε που οργανώθηκε στο κόμα. Τον χώσανε οι κολητοί σε κάτι επιτροπές, και ρούφαγε το μερίδιό του από τα πακέτα που έρχονταν από την Ευρώπη. Ο ΄μεγάλος΄, ο Ανδρέας, δεν γούσταρε την Ευρώπη, αλλά μια χαρά τα πήγε μαζί τους τελικά. Το σύνθημα ‘ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, το ίδιο συνδικάτο’ ήταν καλή αττάκα για τα αντανακλαστικά του λαού, αλλά μέχρι εκεί. Ο Ανδρέας ήταν όσο ευρωπαίος ήταν κι ο Κωνσταντίνος. Όσο ο λαός στην Ελλάδα είχε χούντα, αυτοί και οι κουστωδία τους ήταν ‘εξορία’… όχι… όχι Μακρόνησο… πιο δύσκολη, στην ξενιτειά. Παρίσια, Στοκχόλμες, Τορόντα, Μανχάταν… όπου υπήρχαν αμερικάνικες και αγγλικές πρεσβείες, ακριβώς δίπλα κάνανε τα σπίτια τους. Ο Ανδρέας λοιπόν έφερε λεφτά από την Ευρώπη με το σύνθημα ‘αλλαγή’. Πακέτα Ντελόρ. Λεφτά, πολλά λεφτά. Απο αυτά τα λεφτά ο Σπύρος ζούσε καλά. Συνδικαλίζονταν στα πράσινα στέκια μαζεύοντας ψήφους για το κόμα. Με το πακέτο μάλμπορο να εξέχει απ την κωλοτσέπη, τα κλειδιά της μπέμπας σε ρόλο κομπολογιού, το μαλλί μπούκλα μπριγιαντομένο, έτρεχε από σύναξη σε σύναξη πρασσινίζοντας τον τόπο. Τα βράδια συνήθως άφηνε στο σπίτι την κυρά, και πήγαινε να ‘σηκώσει’ το το κοινωνικό του προφίλ με κολητούς από κάτι υπουργεία. Παραλιακή, σκυλάδικο, πρώτο τραπέζι, άσπρη κάλτσα, καφέ λουστρίνι εισαγωγής. Λεπά, Χριστοδουλόπουλος, ουίσκι και σαμπάνια μαζί, πιάτα και γαρύφαλα, γκόμενες να κωλοτρίβονται στις γραβάτες, τσιφτετέλια στην πίστα με το χέρι στον αέρα να μοστράρει το μακρύ νύχι του μικρού δακτύλου με το δαχτυλίδι. Παχύς χρυσός με πράσινη πέτρα πάνω. Ξημερώματα για πατσά στη Συγκρού, δίπλα στις πουτάνες.
Αρχές δεκαετίας του 90. Ο γιός του Σπύρου μεγάλωσε και ήταν πιά στο Λύκειο. Από το Γυμνάσιο όμως ήταν ‘ενεργός’ πολίτης. Πρόεδρος του 15μελούς που ‘κατέβαινε’ στις σχολικές εκλογές με το κόμα. Το κόμα ήταν παντού. Όχι στα νηπιαγωγία ακόμα, αλλά από το γυμνάσιο μπορούσες να διαλλέξεις το κοπάδι σου. Ο γιός ήταν άξιο τέκτο του Σπύρου. Είχε μάθει τα κόλπα πως να βγάζει λεφτά από τις μίζες στις εκδρομές στήνοντας την κατάσταση ανάμεσα στους λεοφορτζήδες και τους καθηγητές. Όλοι κάτι βάζανε στην τσεπούλα κι όλοι μια χαρά. Ο γιός είχε εξαντήσει το όριο των απουσιών αλλά κανένα πρόβλημα, όλα με λίγο λάδωμα από τον μπαμπά κυλάνε καλύτερα. Ο διευθυντής του σχολείου άλλωστε είχε βλέψεις για προϊστάμενος δευτεροβάθμιας και χρειαζόταν πλάτες στο κόμα. Ο Σπύρος είχε καημό ο γιος του να πάει στο Κολέγιο Αθηνών αλλά δεν του ‘κατσε. Ήταν σημαντικό να είσαι συμμαθητής με τον γόνο του εφοπλιστή, του εφημεριδά και του μεγαλέμπορου… αργότερα οι μπίζνες με ποιούς θα γίνονταν άλλωστε… με άγνωστους; Με τους συμμαθητές φυσικά! Αλλά κι έτσι όλα τακτοποιήθηκαν.
Στις αρχές του 90 ο γιος του Σπύρου αφού πήγε δυο χρόνια διακοπές στην Αμερική και γύρισε με πτυχείο μάρκετινγκ. Έμαθε απ’ έξω όλα τα καφέ του Γιέιλ και τις μαζορέτες των αδελφάτων, αλλά τα αγγλικούλια του ήταν επιπέδου ελεμέντρι, ίδια μ αυτά του Καραμανλή του νεωτέρου που κι αυτός στο Αμέρικα έφαγε τα νιάτα του σπουδάζοντας …πρωθυπουργός. Γύρισε στην Ελλάδα λοιπόν πτυχιούχος κι άνοιξε με κάτι μαγειρεμένες επιδοτήσεις διαφημιστική εταιρία, ξήγα του μπαμπά. Το μαγαζί πήγε καλά από την αρχή καθώς έπαιρνε ‘αβέρτα’ δημόσια έργα. Τουριστική προβολή Νομού τάδε 150.000, οργάνωση εκθέσεως Υπ. Τουρισμού 900.000, έντυπα Περιφέρειας 1.200.000, κονκάρδες για το Δήμο 500.000 … … και πάει λέγοντας. Πουλούσε και μίντια στα κανάλια που γέμισαν τον τόπο… ελεύθερη τηλεόραση γαρ. Είχε κάνει κολητούς μερικούς Νομάρχες και Δήμαρχους και έπαιρνε τη δουλειά. Με διαγωνισμό πάντα. Διαφανέστατα. Ήξερε καλά πως αν δεν χώσεις μαύρα, δεν θα πάρεις τη δουλειά. Έτσι, ένας δούλευε, δέκα πληρώνονταν. Ένας έσκαβε (κι αυτός με stage επιδοτήσεις) και δέκα κονομάγανε. Η πιό κερδοφόρα δουλειά στην Ελλάδα έγινε ο αέρας. Χρυσοπληρωμένοι αεριτζήρες, πετυχημένοι και κονομημένοι. Έτσι κι ο γιός του Σπύρου. Άλλαξε το φοιτητικό κόκκινο celica με το μπουρί από πίσω και πήρε μια καγιέν μαύρη. Την τούρμπο με φιμέ τζάμια επίσης. Αριθμός κυκλοφορίας ΑΜΡ-7777. Ήθελε να τον καταλαβαίνουν όλοι και ένας κολητός στο συγκοινωνιών του έδωσε το νούμερο. Δεν ήθελε όμως να φαίνεται στην εφορία, γι αυτό και το καγιέν το ‘έβαλε’ στην οφ-σορ του που είχε έδρα την Κύπρο. Εταιρικό το αμάξι, όπως και η γκαρσονιέρα που αγόρασε για γαμηστρώνα στο Κολωνάκι κοντά στου Σιμήτη για να τον χαιρετάνε οι μπάτσοι της φρουράς. Στις γκόμενες που ξεμονάχιαζε εκεί έλεγε πως ήταν σύμβουλος του ΥΠ.ΠΟ, έτσι για φιγούρα. Ψέματα βεβαίως, δεν ήταν σύμβουλος, πελάτη τον είχε.Αρχές δεκαετίας του 90. Ο γιός του Σπύρου μεγάλωσε και ήταν πιά στο Λύκειο. Από το Γυμνάσιο όμως ήταν ‘ενεργός’ πολίτης. Πρόεδρος του 15μελούς που ‘κατέβαινε’ στις σχολικές εκλογές με το κόμα. Το κόμα ήταν παντού. Όχι στα νηπιαγωγία ακόμα, αλλά από το γυμνάσιο μπορούσες να διαλλέξεις το κοπάδι σου. Ο γιός ήταν άξιο τέκτο του Σπύρου. Είχε μάθει τα κόλπα πως να βγάζει λεφτά από τις μίζες στις εκδρομές στήνοντας την κατάσταση ανάμεσα στους λεοφορτζήδες και τους καθηγητές. Όλοι κάτι βάζανε στην τσεπούλα κι όλοι μια χαρά. Ο γιός είχε εξαντήσει το όριο των απουσιών αλλά κανένα πρόβλημα, όλα με λίγο λάδωμα από τον μπαμπά κυλάνε καλύτερα. Ο διευθυντής του σχολείου άλλωστε είχε βλέψεις για προϊστάμενος δευτεροβάθμιας και χρειαζόταν πλάτες στο κόμα. Ο Σπύρος είχε καημό ο γιος του να πάει στο Κολέγιο Αθηνών αλλά δεν του ‘κατσε. Ήταν σημαντικό να είσαι συμμαθητής με τον γόνο του εφοπλιστή, του εφημεριδά και του μεγαλέμπορου… αργότερα οι μπίζνες με ποιούς θα γίνονταν άλλωστε… με άγνωστους; Με τους συμμαθητές φυσικά! Αλλά κι έτσι όλα τακτοποιήθηκαν.
Ο μπαρμπα Σπύρος ήταν περίφανος για το βλαστάρι του. Είχε βγεί στη σύνταξη από τα πενήντα του ΄δουλεύοντας΄ το ΤΕΒΕ με πλαστά παραστατικά εργασίας απο τη Σουηδία, αλλά έβγαζε χοντρά φράγκα από τότε που το κόμα τον έβαλε σύμβουλο στο κρατικό κανάλι. Πολλά λεφτά! Και δεν πατούσε και το πόδι του εκεί. Από τη Μύκονο τηλεφωνικώς οι πολύτιμες συμβουλές του μέσα από την πισίνα ή το τζακούζι που ‘φερε απ΄ τη Σουηδία να του θυμίζει την ξενιτειά. Έφερε και μια σάουνα αλλά την πήγε στο άλλο εξοχικό στην Αράχοβα. Από τη Μύκονο ερχόταν στην Αθήνα μόνο για τα συμβούλια με Υπουργούς, για να ζεσταθεί το κονέ. Έτσι κι αλλιώς με το σκάφος μια ώρα ήταν η Γλυφάδα από τη Μύκονο και τρώς και καμια αστακομακαρονάδα στο διάμεσο να διαπιστευτεί το στάτους. Και τα σκυλάδικα κοντά, λίγο αλλάξαν από το ηρωικό 80. Το κόλπο του χρηματιστηρίου τους άφησε πόλλλλλλλά κέρδη. Ήταν μέσα στις κομπίνες που φούσκωναν ανύπαρκτες εταιρίες πιο γρήγορα κι από φαρίνα γιώτης. Όταν δόθηκε το σύνθημα, τα φράγκα μεταφέρθηκαν στην Ελβετία με τσουβάλια και είναι εκεί για τα γεράματα. Ο μπάρμπα Σπύρος έμαθε πως ο καλύτερος φίλος του στο πατρικό του δίπλα αυτοκτόνησε από την απόγνωση. Έχασε τα πάντα… ο Σιμήτης που είχε ψηφήσει τον είχε διαβεβαιώσει πως το χρηματιστήριο θα τον κάνει πλούσιο και εκσυγχρονισμένο. Ο Σπύρος έστειλε στεφάνι μια που δεν πρόρεσε να πάει στην κηδεία, είχε επιτροπή.
Στα μέσα του 2000 μπήκε πατέρας και γιός στο μεγαλύτερο φαγοπότι όλων των εποχών. Αρμέγανε από παντού, ήταν πια κολητοί με τους πάντες και διαχειρίζονταν μίζες και λάδια. Σι Φορ Άι, Αντίρια, Ολυμπιακά Έργα, κατασκευές… ότι μπορεί και δεν μπορεί να φανταστεί κανείς. Η Ολυμπιακή φλόγα έφερε πολύ χρήμα. Ο Σπύρος έχει ακόμα τη δάδα της φλόγας, την μετέφερε κι αυτός για 50 μέτρα… αλλά οι φωτογραφίες βγήκαν ‘καμένες’ επειδή γυάλισε στον ήλιο το ολόχρυσο ρόλεξ και το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα στο μικρό δάχτυλο με το μακρύ νύχι.Κάπου σ’ αυτή την εποχή έχασα τα ίχνη του Σπύρου και του γιού του. Είχα κι εγώ τα δικά μου προβλήματα επιβίωσης. Έμαθα πως αγόρασαν σπίτια στο Σαν Φραντζίσκο και στο Λονδίνο για τις δύσκολες ώρες. Μάλλον είχαν την πληροφορία πως η Ελλάδα θα γίνει επικίνδυνος τόπος για την κάστα τους και έφυγαν νωρίς. Όπως οι καλοί κλέφτες, μια καλή μπάζα κι εξαφανιζόλ. Οι κολητοί τους όμως είναι ακόμα εδώ, άπληστοι, αδίστακτοι, ψεύτες απέναντι σε εκατομμύρια φτωχών πια ελλήνων. Στις αρχές του 2010 ο τελευταίος της δυναστείας Παπανδρέου αποφάσισε να ποντάρει σε λάθος άλογο, και να κερδίσει τις εκλογές πέφτοντας στην παγίδα που έστησε ο ελληνικός λαός. Σπύρος και γιος ΑΕ ίσως τη γλυτώσουνε. Ίσως αποφύγουν αυτό που δεν απέφυγαν οι Λουδοβίκοι του παρελθόντος. Στην Ελλάδα μπορεί το 95% να κοιμάται νανουρισμένο από το σκυλάδικο, τους πληρωμένους τελάληδες της δημοσιογραφίας, και τη χαζομαρα του μεσημεριού, αλλά το 5% είναι γνήσιο τέκνο του Λεωνίδα, του Θεμιστοκλή και του Αλεξάνδρου. Πιο γνήσιο δεν γίνεται.
Καλή σου τύχη Σπύρο. Χαιρετίσματα στο γιό και στην κυρά.
Αφιερωμένο στους φίλους μου, Δημήτρης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια είναι ευπρόσδεκτα...Με ευπρέπεια όμως...